ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble
το / σεντούκιν, ΝΜκιβώτιο για φύλαξη ενδυμάτων, ιδίως ασπρόρουχων, αλλ. μπαούλο, κασέλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τουρκ. sanduk < sandic].