μπαούλο

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

Greek Monolingual

το
1. ξύλινο ή μεταλλικό κιβώτιο που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη κυρίως ενδυμάτων αλλά και, γενικά, οικιακών σκευών, σεντούκι, κασέλα
2. μτφ. (για πρόσωπα) α) υπερβολικά παχύς («από το πολύ φαΐ έγινε μπαούλο»)
β) ανόητος άνθρωπος, κούτσουρο («έχει πάρει δύο πτυχία αλλά παραμένει μπαούλο»)
3. στον πληθ. τα μπαούλα
οι αποσκευές («κάνω τα μπαούλα μου για το εξωτερικό» — ετοιμάζω τις αποσκευές μου για να ταξιδέψω στο εξωτερικό)
4. φρ. α) «πήρε τα μπαούλα του» — απολύθηκε από την εργασία του
β) «μπαούλο θέρμανσης»
τεχνολ. συσκευή θέρμανης και εξαερισμού εσωτερικών χώρων, με την οποία ο αέρας του εξωτερικού περιβάλλοντος αναρροφάται από ανεμιστήρα, θερμαίνεται από εναλλάκτη θερμότητας, φιλτράρεται και προσάγεται στον εσωτερικό χώρο
γ) «τον έκανε μπαούλο στο ξύλο» — τον ξυλοφόρτωσε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. baul].