κασέλα
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
κασέλα: «καθέδρα. Λάκωνες» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
η (Μ κασέλα)
κιβώτιο επίμηκες και βαθύ όπου φυλάγονται κυρίως τα είδη ρουχισμού, σεντούκι, μπαούλο
νεοελλ.
(στα ελαιοτριβεία) δοχείο μέσα στο οποίο χύνεται από το πιεστήριο το λάδι ανάμικτο με νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. > ιταλ. cass-ela (υποκορ. του cassa)].