σησαμέλαιο
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
το, Ν
φυτικό έλαιο που λαμβάνεται με συμπίεση τών σπερμάτων του σουσαμιού, στο οποίο περιέχεται σε αναλογία 47-56%.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον + έλαιον. Η λ., στον λόγιο τ. σησαμέλαιον, μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις].