σήτα
From LSJ
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
Greek Monolingual
και παλ. τ. σήττα, η, Ν
1. λεπτό κόσκινο, η κρησάρα
2. τεχνολ. λεπτό δικτυωτό πλέγμα, κατασκευασμένο από συρμάτινες ή πλαστικές ίνες, το οποίο χρησιμοποιείται για τον διαχωρισμό διαφόρων υλικών σε κόκκους ή στα κουφώματα τών κατοικιών για να παρεμποδίζεται η είσοδος τών εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήθω «κοσκινίζω». Η άποψη ότι η λ. προέρχεται από το σλαβ. sito δεν θεωρείται πιθανή].