σινδόνη

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σινδόνη Medium diacritics: σινδόνη Low diacritics: σινδόνη Capitals: ΣΙΝΔΟΝΗ
Transliteration A: sindónē Transliteration B: sindonē Transliteration C: sindoni Beta Code: sindo/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A f.l. for σινδόνιον in Gal.19.117 s.v. λάσιον.

German (Pape)

[Seite 883] ἡ, = σινδών, seine indische Leinwand, Kleid od. Tuch davon, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σινδόνη: ἡ, πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ σινδόνιον, παρὰ Γαλην. Γλωσσ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
λεπτό ύφασμα, σεντόνι, σάβανο («η σινδόνη του Χριστού»)
αρχ.
λεπτό ύφασμα, σινδόνιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σινδών, -όνος «λεπτό ύφασμα», κατά τα θηλ. σε -η].