σιτάρκης

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2

Greek Monolingual

-ίταρκες, Ν
(για χώρα ή περιοχή) επαρκής σε σίτο, αυτός που έχει αρκετές ποσότητες δημητριακών για την διατροφή τών κατοίκων του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + -άρκης (< αρκώ), πρβλ. αυτ-άρκης].