σιτοκόπτης

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοκόπτης Medium diacritics: σιτοκόπτης Low diacritics: σιτοκόπτης Capitals: ΣΙΤΟΚΟΠΤΗΣ
Transliteration A: sitokóptēs Transliteration B: sitokoptēs Transliteration C: sitokoptis Beta Code: sitoko/pths

English (LSJ)

λίθος, stone

   A for pounding corn, BGU 405.7 (iv A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

σιτοκόπτης: -ου, ὁ, ὁ κόπτων, ἀλέθων τὸν σῖτον, Πάπυρος Βερολίνου 401, 10 (a 618 σ. C).

Greek Monolingual

ὁ, Α
φρ. «σιτοκόπτης λίθος» — η μυλόπετρα πάπ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -κόπτης (< κόπτω)].