σιταροκρίθι
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
Greek Monolingual
και σιταροκρίθαρο, το, Ν
μίγμα σιταριού και κριθαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρι + κριθή / κριθάρι].