σιφνεύς

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σιφνεύς Medium diacritics: σιφνεύς Low diacritics: σιφνεύς Capitals: ΣΙΦΝΕΥΣ
Transliteration A: siphneús Transliteration B: siphneus Transliteration C: sifneys Beta Code: sifneu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,= ἀσπάλαξ, Lyc.121.

German (Pape)

[Seite 887] ὁ, der Maulwurf, wegen seines blöden Gesichts, Lycophr. 121. Vgl. σιφλός.

Greek (Liddell-Scott)

σιφνεύς: έως, ὁ, (σιφνὸς) ὁ ἀσπάλαξ, κληθεὶς οὕτω διὰ τὴν νομιζομένην αὐτοῦ τυφλότητα, Λυκόφρ. 121.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
ασπάλακας, τυφλοπόντικας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιφνός «κενός» + κατάλ. -εύς, λόγω του ότι ο τυφλοπόντικας ανοίγει τρύπες στη γη].