σκαλαθυρμάτιον
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
τό, Dim. of σκαλάθυρμα (cited in Hsch. and Phot.),
A trifling subtlety or technicality, petty quibble, Ar.Nu.630.
German (Pape)
[Seite 888] τό, dim. von σκαλάθυρμα, kleine spitzfindige Grübelei od. Posse, Ar. Nubb. 620, wo der Schol. auch eine Anspielung auf ἄθυρμα darin findet.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰλᾰθυρμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκαλάθυρμα (μνημονεύεται παρὰ Φωτ. καὶ Ἡσυχ.), λεπτολόγος εὐφυΐα ἢ τέχνη, μικρὰ σοφιστικὴ παιδιά, μικρολογία, Ἀριστοφ. Νεφ. 630.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de σκαλάθυρμα.
Greek Monolingual
τὸ, Α σκαλάθυρμα, -ύρματος]]
(με υποκορ. σημ.) μικρή σοφιστική λεπτολογία, μικρολογία.