σκακιέρα

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ειδικός πίνακας, τετράγωνο αβάκιο, χωρισμένο σε 64 μικρά τετράγωνα, χρωματισμένα εναλλάξ λευκά και μαύρα, πάνω στα οποία τοποθετούνται οι πεσσοί με τους οποίους παίζεται το σκάκι
2. μτφ. στίβος ανταγωνισμού και διαπάλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scacchiera].