σκασιάρχης
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
Greek Monolingual
ο, Ν
αυτός που κάνει σκασιαρχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάω / σκάζω + -άρχης].