σκαρίδες

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

οι, Ν
ζωολ. οικογένεια, σύμφωνα με παλαιότερη ταξινόμηση, φαρυγγόγναθων ιχθύων του Ατλαντικού και της Μεσογείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scaridae < scarus (< σκάρος «είδος ψαριού»)].