σκαρφίζομαι
From LSJ
Greek Monolingual
Ν
1. συλλαμβάνω με τον νου σχέδιο, επινοώ, εφευρίσκω, μηχανεύομαι (α. «το επίσημο κράτος... σκαρφιζότανε κάθε λίγο και λιγάκι ένα καινούργιο χαράτσι», Διδώ Σωτηρίου
β. «τί πήγε και σκαρφίστηκε»)
2. (ως απρόσ. μαζί με την προσωπ. αντων. μού, σού, του, κυρίως στον αόρ.) μού μπήκε μια ιδέα, έβαλα κάτι στον νου, μού κάπνισε («του σκαρφίστηκε να γίνει καλόγερος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σκαριφῶμαι, με σίγηση του -ι- και ρηματ. κατάλ. -ίζω].