μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
το, Νη ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκιάζω (II), εκφοβισμός, τρόμαγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσκιαξα του σκιάζω (ΙΙ) «φοβίζω» + κατάλ. -ιμο (πρβλ. κράξ-ιμο)].