Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκαρφίον

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
Sophocles, Antigone, 781

Greek (Liddell-Scott)

σκαρφίον: τό, τεμάχιον ἢ ἀκὶς ἐκ σανίδος ἐν χρήσει ἀντὶ κλήρου, Βυζ.

Greek Monolingual

τὸ, Μ
κομμάτι ή ακίδα από σανίδα που χρησιμοποιείται αντί για κλήρο («ῥίπτουσι δὲ καὶ σκαρφία περὶ τῶν πετεινών, εἴτε καὶ φαγεῑν εἴτε καὶ σφάξαι αὐτοὺς καὶ ζῶντας ἐάσειν», Κ. Πορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος «ξερό χόρτο, ξυλαράκι» (< ρίζα skerbh- «κάμπτω, καμπουριάζω»)].