σκληροδερμία
From LSJ
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
Greek Monolingual
η, Ν
ιατρ. χρόνια δερματοπάθεια που σκληραίνει και καθηλώνει το δέρμα στους υποκείμενους σχηματισμούς, με άγνωστη αιτιολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sclerodermia (< σκληρόδερμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].