γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετρος → region more fitting to beasts than men
το / σκόρδιον, ΝΑ σκόρδον είδος φυτού με μυρωδιά σκόρδου, κν. γνωστό σήμερα και ως σκορδιό και σκορδόχορτο αρχ. φρ. «σκόρδιον μέγα» — είδος άγριου σιναπιού.