σκοτίδι

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

και σκοτείδι, το, Ν
1. σκότος, σκοτάδι («μαθαίνει τσι να πολεμού τη νύχτα στο σκοτείδι», Ερωτόκρ.)
2. μτφ. αφάνεια, μυστικότητα («να φανερώση το κουρφό απού 'ναι στο σκοτείδι», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος, -εος + υποκορ. κατάλ. -(ε)ίδι(ον), πρβλ. ταξ-(ε)ίδι].