Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκολιότητα

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442

Greek Monolingual

η / σκολιότης, -ητος, ΝΜΑ σκολιός
η ιδιότητα και το γνώρισμα του σκολιού
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) στριφνότητα, δυστροπία
αρχ.
1. μτφ. ανισότητα
2. μτφ. α) (για πρόσ.) ηθική διαστροφή
β) αδικία
3. στον πληθ. αἱ σκολιότητες
ελικοειδής πορεία ή κατεύθυνση.