σκολιότητα
From LSJ
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
η / σκολιότης, -ητος, ΝΜΑ σκολιός
η ιδιότητα και το γνώρισμα του σκολιού
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) στριφνότητα, δυστροπία
αρχ.
1. μτφ. ανισότητα
2. μτφ. α) (για πρόσ.) ηθική διαστροφή
β) αδικία
3. στον πληθ. αἱ σκολιότητες
ελικοειδής πορεία ή κατεύθυνση.