Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
η / σκολιότης, -ητος, ΝΜΑ σκολιός
η ιδιότητα και το γνώρισμα του σκολιού
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) στριφνότητα, δυστροπία
αρχ.
1. μτφ. ανισότητα
2. μτφ. α) (για πρόσ.) ηθική διαστροφή
β) αδικία
3. στον πληθ. αἱ σκολιότητες
ελικοειδής πορεία ή κατεύθυνση.