Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκούφος

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

ο, Ν
1. εφαρμοστό κάλυμμα του κεφαλιού, συνήθως πλεχτό ή από μάλλινο ύφασμα, χωρίς γείσο, αλλ. κούκος
2. φρ. «πετάω τον σκούφο μου για κάτι» — επιδοκιμάζω κάτι και συμμετέχω σε αυτό με ενθουσιασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σκούφια κατά τα αρσ. σε -ος].