σκληροπρόσωπος

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληροπρόσωπος Medium diacritics: σκληροπρόσωπος Low diacritics: σκληροπρόσωπος Capitals: ΣΚΛΗΡΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: sklēroprósōpos Transliteration B: sklēroprosōpos Transliteration C: skliroprosopos Beta Code: sklhropro/swpos

English (LSJ)

ον,

   A hard, bold of face, LXX Ez.2.4 cod.A (also Thd.ibid.).

German (Pape)

[Seite 901] mit hartem Gesichte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκληροπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων πρόσωπον σκληρόν, θαρραλέον, ἀπτόητον, Θεόδοτ. ἐν Παλ. Διαθ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κυρίως μτφ.) θαρραλέος, απτόητος («υἱοὶ σκληροπρόσωποι και στερεοκάρδιοι», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -πρόσωπος (< πρόσωπον)].