σκούπισμα

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64

Greek Monolingual

το, Ν σκουπίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκουπίζω, απομάκρυνση της σκόνης ή τών σκουπιδιών από το πάτωμα ή το έδαφος με τη σκούπα
2. αφαίρεση ακαθαρσίας από μια επιφάνεια.