σμήρινθος
From LSJ
οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
Full diacritics: σμήρινθος | Medium diacritics: σμήρινθος | Low diacritics: σμήρινθος | Capitals: ΣΜΗΡΙΝΘΟΣ |
Transliteration A: smḗrinthos | Transliteration B: smērinthos | Transliteration C: smirinthos | Beta Code: smh/rinqos |
ἡ,= μήρινθος, Pl.Lg.644e. II a bird, Hsch.
[Seite 911] ἡ, = μήρινθος, Plat. Legg. I, 644 e.
σμήρινθος: ἡ, = μήρινθος, Πλάτ. Νόμ. 644Ε. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄρνις ποιός».
ἡ, Α
1. βλ. μήρινθος
2. (κατά τον Ησύχ.) είδος πτηνού.