σκυτοτομία

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτοτομία Medium diacritics: σκυτοτομία Low diacritics: σκυτοτομία Capitals: ΣΚΥΤΟΤΟΜΙΑ
Transliteration A: skytotomía Transliteration B: skytotomia Transliteration C: skytotomia Beta Code: skutotomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A shoemaking, Id.R.397e.

German (Pape)

[Seite 909] ἡ, das Schusterhandwerk, Plat. Rep. III, 397 e.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτοτομία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ ὑποδηματοποιοῦ, Πλάτ. Πολ. 397Α, πρβλ. Χαρμ. 173D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
profession de cordonnier.
Étymologie: σκυτοτόμος.

Greek Monolingual

ἡ, Α σκυτοτόμος
η τέχνη του σκυτοτόμου, υποδηματοποιία («τον τε σκυτοτόμον εὑρήσομεν καὶ οὐ κυβερνήτην πρὸς τῇ σκυτοτομίᾳ», Πλάτ.).