Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
και σουγλερός, -ή, -ό, Ναιχμηρός, μυτερός, οξύς.[ΕΤΥΜΟΛ. < σούβλα / σούγλα + κατάλ. -ερός (πρβλ. μυτ-ερός)].