ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
η, Ν·, 1. πτυχή, σούρα2. ρυτίδα3. μαρασμός βρέφους από αθρεψία4. ο σφιγκτήρας του πρωκτού5. σούφρωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο λατ. sup(p)la < supplo < supplico «ικετεύω, προσεύχομαι»].