σούσουρο
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
το, Ν
1. ψίθυρος
2. υπόκωφος θόρυβος
3. μτφ. α) δυσφήμιση, διασυρμός
β) σκάνδαλο («έγινε μεγάλο σούσουρο γύρω από το όνομά της»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sussurro].