σπαραγματώδης

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπαραγμᾰτώδης Medium diacritics: σπαραγματώδης Low diacritics: σπαραγματώδης Capitals: ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: sparagmatṓdēs Transliteration B: sparagmatōdēs Transliteration C: sparagmatodis Beta Code: sparagmatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A convulsive, Plu.2.130d.

German (Pape)

[Seite 916] ες, krampfhaft, -artig, κραυγή, Plut. de sanit. tuenda p. 392.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰραγμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) σπασμώδης, ὁμοιάζων μὲ σπαραγμόν, κραυγὴ Πλούτ. 2. 130D.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
déchirant, convulsif.
Étymologie: σπάραγμα, -ωδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σπάραγμα, -άγματος]
ο όμοιος με σπάραγμα ή αυτός που προκαλεί σπαραγμό.