Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
[Seite 913] ἡ, = σόος, heftige, schnelle Bewegung, Hesych., zw.
σοῦσις: -εως, ἡ, ἴδε σοῦς.
σούσεως, ἡ Α
(κατά τον Ησύχ.) δ. τ. του σοῡ.