Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
το, Ν
ανατ. τμήμα του κεφαλικού σκελετού που περιλαμβάνει το γναθικό, το υοειδικό και βραγχιακό τόξο τών υδρόβιων σπονδυλοζώων και τα ομόλογα τών χερσόβιων σπονδυλοζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. splanchnocranium (< σπλάγχνο + κρανίο)].