εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met
και παλ. τ. στάχι, το, Ν1. το στέλεχος, το καλάμι τών δημητριακών2. το επάκριο τμήμα του βλαστού τών αγρωστωδών και ιδίως του σιταριού που φέρει τα σπέρματα του φυτού, τους σπόρους.[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχ-ιον, υποκορ. του στάχυς].