στελεχόκαρπος

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

ον,

   A bearing fruit on the stem, Thphr.HP4.2.4.

German (Pape)

[Seite 933] ant Stamme fruchttragend, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

στελεχόκαρπος: -ον, ὁ φέρων καρπὸν ἐπὶ τοῦ στελέχους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 4.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για δένδρο ή φυτό) αυτός που φέρει καρπούς στον κορμό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέλεχος + καρπός].