νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
στειρῶ, -όω, ΝΜΑ
1. καθιστώ κάτι στείρο, στέρφο
2. καθιστώ μη παραγωγικό, μη καρποφόρο κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. στειρῶ, -όω < στεῖρα «αυτή που δεν έχει ακόμη αποκτήσει παιδιά», ενώ ο νεοελλ. τ. στειρώνω < στείρος, -α, -ο].