στενοκεφαλιά

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187

Greek Monolingual

η, Ν
μτφ.
1. έλλειψη πνευματικής ευρύτητας, στενότητα αντίληψης, μικρόνοια
2. άσκοπη επιμονή, πείσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενοκέφαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Σ. Α. Κουμανούδη].