στενεύω

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

Ν στενός
1. κάνω κάτι πιο στενό, ελαττώνω το πλάτος του («στενεύω το φόρεμα»)
2. (για ένδυμα ή υπόδημα) ενοχλώ, στενοχωρώ κάποιον, τον κάνω να πονά («μέ στενεύουν τα παπούτσια μου»)
3. (αμτβ.) α) γίνομαι στενός («ο δρόμος στενεύει προς τα κάτω»)
β) περιορίζομαι (α. «στενεύουν τα περιθώρια δράσης του» β. «στενεύουν οι δυνατότητές του»)
4. φρ. «στενεύουν τα πράγματα» — η κατάσταση γίνεται δύσκολη.