στερεοβόας

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερεοβόας Medium diacritics: στερεοβόας Low diacritics: στερεοβόας Capitals: ΣΤΕΡΕΟΒΟΑΣ
Transliteration A: stereobóas Transliteration B: stereoboas Transliteration C: stereovoas Beta Code: stereobo/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A gloss on χαλκοβόας, Sch.S.OC1046.

Greek (Liddell-Scott)

στερεοβόας: -ου, ὁ, ὁ ἰσχυρῶς βοῶν, μεγαλόφωνος, Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 1046.

Greek Monolingual

και στερροβόας, ὁ, Α
αυτός που έχει δυνατή φωνή, μεγαλόφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός / στερρός + -βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλο-βόας].