στιλπνότητα
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
Greek Monolingual
η / στιλπνότης, -ότητος, ΝΜΑ στιλπνός
η ιδιότητα του στιλπνού, λαμπρότητα, γυαλάδα (α. «η στιλπνότητα του χρυσού» β. «στιλπνότης του προσώπου», Άνν. Κομν.
γ. «στιλπνότης τῆς σελήνης», Πλούτ.).