στροπά
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (LSJ)
ἀστραπή, Πάφιοι, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
στροπά: «ἀστραπή. Πάφιοι» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Παφίους) η αστραπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ster- (βλ. λ. άστρο) με αντιπροσώπευση του φωνηεντικού -r- ως -ρο- στην Αρκαδοκυπριακή (πρβλ. στροπά: στορπά, βροτός: μορτός)].