Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false
στρεψοδικῶ, -έω, ΝΑχρησιμοποιώ στρεψοδικίεςνεοελλ.διαστρέφω την αλήθεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ- του αόρ. ἔστρεψα του στρέφω + -δικῶ (< -δικος < δίκη), πρβλ. φυγο-δικώ].