συμμεταβαίνω

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεταβαίνω Medium diacritics: συμμεταβαίνω Low diacritics: συμμεταβαίνω Capitals: ΣΥΜΜΕΤΑΒΑΙΝΩ
Transliteration A: symmetabaínō Transliteration B: symmetabainō Transliteration C: symmetavaino Beta Code: summetabai/nw

English (LSJ)

   A pass over together, J.AJ15.6.6, S.E.M.10.26, Luc. Nigr.38: c. dat., τὰ ῥήματα -βαίνει τοῖς προσώποις A.D.Synt.236.4.

German (Pape)

[Seite 981] (s. βαίνω), mit od. zugleich übergehen, τινί, Luc. Nigr. 38.

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταβαίνω: μεταβαίνω ὁμοῦ, Στράβ. 455, Λουκιαν. Νιγρῖν. 38.

French (Bailly abrégé)

se déplacer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, μεταβαίνω.

Greek Monolingual

Α
1. συμβαδίζω («συμμεταβαίνει τι τοῡ πάθους», Λουκιαν.)
2. συμφωνώ («τὰ ῥήματα συμμεταβαίνει τοῑς προσώποις», Απολλ. Δύσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταβαίνω «μετατοπίζομαι»].