συμπονώ
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν πονώ
συναισθάνομαι τον πόνο κάποιου άλλου, συμπάσχω με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε κανείς να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῑς κακοπαθοῡσι», Πλούτ)
αρχ.
κοπιάζω μαζί με άλλον.