Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμπτωματολογία

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ.
1. το σύνολο τών νοσηρών φαινομένων, υποκειμενικών και αντικειμενικών, που χαρακτηρίζουν μια νόσο
2. (φυτοπαθολ.) κλάδος της φυτοπαθολογίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο την περιγραφή και κατάταξη τών συμπτωμάτων που εμφανίζουν οι ασθένειες τών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμπτωμα, -ώματος + -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στο περιοδικό Λόγιος Ερμής].