Συμπληγάδες
From LSJ
Greek Monolingual
οι / Συμπληγάδες, αἱ, ΝΜΑ, και στον εν. συμπληγάς, -άδος Α
(με ή χωρίς τη λ. πέτρες, πέτραι) δύο ψηλοί κάθετοι και απότομοι σκόπελοι που δημιουργούσαν ένα στενό θαλάσσιο πέρασμα και οι οποίοι, σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, άλλοτε προσέγγιζαν ο ένας τον άλλον και άλλοτε απομακρύνονταν, με αποτέλεσμα να μην μπορεί κανένα πλοίο να περάσει χωρίς να συντριβεί («αἱ Κυάνεαι, ἅσπερ Συμπληγάδας καλοῡσι πέτρας τινές, τραχὺν ποιοῡσαι τὸν διέκπλουν τὸν διὰ τοῡ Βυζαντιακοῡ στόματος», Στράβ.)
νεοελλ.
μτφ. εξαιρετικά μεγάλες δυσκολίες ή κίνδυνοι («πέρασε μέσα από συμπληγάδες πέτρες αλλά τελικά πραγματοποίησε τον σκοπό του»)
αρχ.
(στον εν.) συμπλοκή, σύρραξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πληγάς, -άδος (< πληγή + επίθημα -άς)].