συναρπαστικός
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
(για πρόσ. ή για πράγμ.) αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να συναρπάζει, να ελκύει, να συγκινεί ή να γοητεύει, μαγευτικός, γοητευτικός.
επίρρ...
συναρπαστικά Ν
με συναρπαστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συναρπάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].