τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
Full diacritics: συνδιαρράπτω | Medium diacritics: συνδιαρράπτω | Low diacritics: συνδιαρράπτω | Capitals: ΣΥΝΔΙΑΡΡΑΠΤΩ |
Transliteration A: syndiarráptō | Transliteration B: syndiarraptō | Transliteration C: syndiarrapto | Beta Code: sundiarra/ptw |
A sew together, μυσὶ τοὺς τένοντας Gal.13.601.
Α
συρράπτω κάτι με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαρράπτω «συναρμολογώ, συρράπτω»].