συνεξορθιάζω

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξορθιάζω Medium diacritics: συνεξορθιάζω Low diacritics: συνεξορθιάζω Capitals: ΣΥΝΕΞΟΡΘΙΑΖΩ
Transliteration A: synexorthiázō Transliteration B: synexorthiazō Transliteration C: syneksorthiazo Beta Code: sunecorqia/zw

English (LSJ)

   A excite together, φόβῳ (s.v.l.) Plu.2.998e.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξορθιάζω: ἐξορθριάζω ὁμοῦ, συνδιεγείρω, «σκόπει δὲ καὶ τὴν ἐν τῇ τραγῳδία Μερόπην... ὅσον ἐν τῷ θεάτρῳ κίνημα ποιεῖ συνεξορθιάζουσα φόβῳ» Πλούτ. 2. 998Ε.

French (Bailly abrégé)

redresser avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξορθιάζω.

Greek Monolingual

Α
(πιθ. γρφ. στον Πλούτ.) διεγείρω ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξορθιάζω «φωνάζω δυνατά, έχω κάτι όρθιο» (βλ. λ. εξορθιάζω)].