συγκατεύχομαι
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
A join in praying for, ταῦτα S.Ant.1336. II pray to together with another deity, Plu.2.492c.
German (Pape)
[Seite 966] mit, zugleich erflehen, bitten, ὧν ἐρῶ μέν, τα ῦτα συγκατευξάμην, Soph. Ant. 1336; – im Gebet mit anrufen, Plut de frat. am. E.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατεύχομαι: ἀποθ., κατεύχομαι ὁμοῦ, ἀλλ’ ὦν ἐρῶ μέν, ταῦτα συγκατευξάμην Σοφ. Ἀντ. 1336. ΙΙ. προσεύχομαι εἴς τινα μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 492D.
French (Bailly abrégé)
1 prier en même temps;
2 faire vœu en même temps.
Étymologie: σύν, κατεύχομαι.
Greek Monolingual
Α κατεύχομαι
1. παρακαλώ μαζί («ἀλλ' ὧν ἐρῶ μέν, ταῡτα συγκα
τευξάμην», Σοφ.)
2. προσεύχομαι με κάποιον.
Greek Monolingual
Α κατεύχομαι
1. παρακαλώ μαζί («ἀλλ' ὧν ἐρῶ μέν, ταῡτα συγκα
τευξάμην», Σοφ.)
2. προσεύχομαι με κάποιον.